Ασφαλιστικοί Όροι

 

Α

Αίτηση ασφάλισης: Η πρόταση, γραπτή , του υποψηφίου ασφαλιζόμενου για τον κίνδυνο που επιθυμεί να ασφαλίσει. Συνήθως γίνεται με τη συμπλήρωση γραπτής αίτησης σε έντυπο του ασφαλιστικού συνεργάτη και υπογράφεται από τον υποψήφιο ασφαλιζόμενο. Εάν η πρόταση γίνει αποδεκτή από τον ασφαλιστικό συνεργάτη, συνάπτεται η ασφαλιστική σύμβαση.

Ανικανότητα: Φυσική ή διανοητική βλάβη που περιορίζει, μερικώς ή ολικώς, την ικανότητα κάποιου να εκτελεί τα καθήκοντα της εργασίας του, που μπορεί να εκτελέσει λόγω μόρφωσης, εκπαίδευσης ή εμπειρίας.

Αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της σύμβασης: Το πρόσωπο που συμβάλλεται με την ασφαλιστική εταιρεία και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και την καταβολή του ασφαλίστρου. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να είναι και ασφαλισμένος και δικαιούχος.

Απαλλαγή: Όρος που περιλαμβάνεται σε ορισμένα ασφαλιστήρια συμβόλαια και απομακρύνει την ευθύνη της εταιρείας για ένα συγκεκριμένο είδος κινδύνου που εν γένει καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο π.χ. απώλεια ζωής από ορισμένες αιτίες.

Απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων: Κάλυψη που περιλαμβάνεται στα περισσότερα συμβόλαια και αναφέρει ότι η ασφαλιστική εταιρεία αναλαμβάνει την πληρωμή των ασφαλίστρων, εφόσον ο ασφαλισμένος καταστεί ανίκανος ολικά ή η ανικανότητά του διαρκέσει περισσότερο από ένα συγκεκριμένο διάστημα.

Απλή (πρόσκαιρη) ασφάλεια ζωής: Κάλυψη έναντι απώλειας ζωής. Ισχύει για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα και λήγει χωρίς αξία εξαγοράς ή ασφάλισμα, εάν ο ασφαλισμένος επιβιώσει του προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος.

Ασφάλεια ζωής (ή συνταξιοδοτική) με εφάπαξ ασφάλιστρο: Ασφάλεια όπου το ασφάλιστρο καταβάλλεται ενιαίο μία φορά στην αρχή, χωρίς να οφείλονται άλλες δόσεις στη συνέχεια.

Ασφάλεια θανάτου και διαρκούς ανικανότητας από ατύχημα: Κάλυψη απώλειας ζωής ή απώλειας των άκρων ή απώλειας της όρασης από ατύχημα.

Ασφάλεια νοσοκομειακής περίθαλψης: Κάλυψη εξόδων μέχρι ένα ορισμένο ποσό και για ορισμένη περίοδο, όταν ο ασφαλισμένος εισαχθεί στο νοσοκομείο.

Ασφάλεια σπουδών: Ασφάλεια ζωής που αγοράζεται για να δοθεί στο παιδί του ασφαλισμένου ένα δεδομένο κεφάλαιο για τις σπουδές του.

Ασφαλίσεις ζημιών: Καλύπτουν τους κινδύνους που απειλούν τα υλικά αγαθά και την περιουσία του ασφαλισμένου.

Ασφαλίσεις προσώπων: Καλύπτουν τις οικονομικές συνέπειες από ένα γεγονός που μπορεί να συμβεί σε φυσικό πρόσωπο και που έχει συμφωνηθεί με συγκεκριμένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Ασφαλιζόμενο ποσό: Το ποσό που πρέπει να καταβληθεί ως αποζημίωση απώλειας ζωής ή με τη λήξη του συμβολαίου, όπως αυτό καθορίζεται ως ονομαστική αξία του συμβολαίου.

Ασφάλισμα / Αποζημίωση: Η παροχή που θα καταβληθεί στον ασφαλισμένο, όταν επέλθει το περιστατικό, δηλαδή ο ασφαλιστικός κίνδυνος.

Ασφαλισμένος: το άτομο ή η ομάδα ατόμων που καλύπτεται από ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Ασφαλιστήριο βραχείας διάρκειας: Ασφαλιστήριο συμβόλαιο που ισχύει για λιγότερο από 1 έτος.

Ασφαλιστήριο συμβόλαιο: Νομικά δεσμευτική μονομερής σύμβαση μεταξύ μιας ασφαλιστικής εταιρείας και ενός συμβαλλόμενου στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Ασφαλιστική αξία: Η οικονομική αξία των προγραμμάτων που δηλώνεται κατά τη σύναψη της σύμβασης.

Ασφαλιστική σύμβαση: Η σύμβαση όπου o ασφαλιστής συμφωνεί, έναντι πληρωμής του ασφαλίστρου, να καταβάλλει τις παροχές, δηλαδή το ασφάλισμα, όταν επέλθει το περιστατικό που συμφωνήθηκε. Ασφάλιση χωρίς ασφαλιστική σύμβαση δεν υπάρχει.

Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής: Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που αναλαμβάνει ή ασκεί δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης έναντι αμοιβής. Είναι υποχρεωτική η εγγραφή του στο επαγγελματικό επιμελητήριο.

Ασφάλιστρο: Το χρηματικό ποσό που υποχρεούται να καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος στον ασφαλιστή ως αντάλλαγμα για την παροχή της ασφαλιστικής προστασίας.

Ασφάλιστρα σε δόσεις: Ασφάλιστρα τα οποία δεν πληρώνονται σαν ενιαίο ασφάλιστρο, αλλά σε ετήσιες, εξαμηνιαίες ή τριμηνιαίες δόσεις.

Ατύχημα: Η σωματική βλάβη από τυχαίο, βίαιο, εξωτερικό, ορατό γεγονός, ανεξάρτητο από τη θέληση αυτού που το παθαίνει,χωρίς να σχετίζεται με υπάρχοντα προβλήματα υγείας, αναπηρίες ή ασθένειες.

Αξία εξαγοράς: Το ποσό που προκύπτει από την αξία του ασφαλιστήριου συμβολαίου κατά την ημερομηνία που το εξαγοράζει ο ασφαλισμένος/αντισυμβαλλόμενος.

Γ

Γενική Αστική Ευθύνη: Καλύπτει τις δαπάνες που προέρχονται από την αξίωση τρίτων κατά του ασφαλισμένου για απώλεια ζωής, σωματικές βλάβες ή υλικές ζημιές.

Γενικά διαχειριστικά έξοδα: Έξοδα της ασφαλιστικής εταιρείας, όπου δεν συμπεριλαμβάνονται οι φόροι και οι προμήθειες.

Δ

Δάνειο: Χρήματα που δανείζει έντοκα η ασφαλιστική εταιρεία στον κάτοχο ασφαλιστηρίου συμβολαίου που έχει αξία εξαγοράς με ενέχυρο το συμβόλαιο.

Δάνειο βάσει συμβολαίου: Χρήματα που δανείζει έντοκα η ασφαλιστική εταιρεία στον κάτοχο ασφαλιστηρίου συμβολαίου έναντι ποσού ίσου με την αξία εξαγοράς εκείνη τη στιγμή.

Δικαιούχος: Το πρόσωπο που δικαιούται να λάβει το ασφάλισμα. Στις ασφαλίσεις ζημιών ο ασφαλισμένος είναι κατά κανόνα και δικαιούχος. Στις ασφαλίσεις ζωής ο ασφαλισμένος και ο δικαιούχος μπορεί να είναι διαφορετικά πρόσωπα.

Δικαίωμα μετατροπής: Όρος που επιτρέπει στον συμβαλλόμενο, πριν τη λήξη του αρχικού συμβολαίου, αντί να λάβει το ασφάλισμα, να συνάψει νέο συμβόλαιο που θα συνεχίσει την ασφαλιστική κάλυψη.

Δικαίωμα εναντίωσης: Ο αντισυμβαλλόμενος έχει δικαίωμα εναντίωσης εφόσον οι όροι του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνουν των όρων της αίτησης ασφάλισης. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να συμπληρώσει και να αποστείλει στην εταιρεία το έντυπο υπόδειγμα (Α) “Δήλωση Εναντίωσης” που περιλαμβάνεται στο συμβόλαιο, μέσα σ’ ένα (1) μήνα από την ημερομηνία παράδοσης σ’ αυτόν του ασφαλιστηρίου.

Δικαίωμα υπαναχώρησης: Ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ασφάλισης, αποστέλλοντας στην εταιρεία σχετική επιστολή, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παράδοσης σ’ αυτόν του ασφαλιστηρίου. Σε περίπτωση υπαναχώρησης από την ασφαλιστική σύμβαση, επιστρέφονται τα καταβληθέντα ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση του δικαιώματος συμβολαίου και των πραγματοποιηθέντων εξόδων (κόστος ιατρικών εξετάσεων, προμήθειες, κ.λπ.).

Ε

Εγγυημένη αξία εξαγοράς: Το εγγυημένο ποσό που μπορεί να πάρει ο αντισυμβαλλόμενος κατά την εξαγορά του συμβολαίου ή για δάνειο σύμφωνα με τους πίνακες που αναγράφονται πάνω στο ασφαλιστήριο.

Εγγυημένο κεφάλαιο / ονομαστική αξία: Το ποσό που πληρώνεται σε περίπτωση απώλειας ζωής του ασφαλισμένου. Το ποσό αυτό μπορεί να μειωθεί λόγω δανείων ή οφειλής ασφαλίστρου.

Εκπιπτόμενο ποσό: Το ποσό με το οποίο, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ο ασφαλισμένος συμμετέχει στα έξοδα που υπέβαλε στην εταιρεία για αποζημίωση.

Ελεύθερη πρόσβαση: Η ανάληψη από την εταιρεία της απευθείας εξόφλησης προς το συμβεβλημένο δίκτυο νοσοκομείων όλων των αναγνωρισμένων εξόδων, που έγιναν σύμφωνα με τους όρους και τις καλύψεις του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Εναντίωση: Βλέπε «Δικαίωμα εναντίωσης»

Εξαγορά του συμβολαίου: Στις ασφάλειες ζωής καταβάλλεται στον αντισυμβαλλόμενο το ποσό που έχει συσσωρευτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Εξαίρεση: Όρος που εξαιρεί ορισμένους κινδύνους και περιορίζει το φάσμα της κάλυψης.

Εξαρτώμενο μέλος: Ο/η σύζυγος ή/και τα άγαμα τέκνα τού κυρίως ασφαλισμένου, από ηλικίας τριών (3) μηνών μέχρι την ηλικία των δεκαοχτώ (18) ετών ή την ηλικία των είκοσι πέντε (25) ετών εφόσον αποδεδειγμένα σπουδάζουν.

Εξωτερικός ασθενής: Εκείνος που δέχεται περίθαλψη σε μία κλινική ή νοσοκομείο χωρίς να μένει μονίμως μέσα.

Επασφάλιστρο: Το ποσόν που προστίθεται στο ασφάλιστρο για να καλυφθεί ένας κίνδυνος μεγαλύτερος του κανονικού.

Επιλογή κινδύνου: Η διαδικασία για τη λήψη απόφασης ως προς τις καλύψεις που θα γίνουν δεκτές από αυτές που ζητούνται στην αίτηση ασφάλισης. Στη συνήθη ορολογία: underwritting.

Επιστροφή των ασφαλίστρων: Προσθήκη που μπορεί να τεθεί σε συμβόλαιο ζωής, κατά την οποία σε περίπτωση απώλειας ζωής του ασφαλισμένου εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, θα πληρωθεί στους δικαιούχους, πέραν του ονομαστικού κεφαλαίου, ένα ποσό ίσο με όλα τα ασφάλιστρα που είχαν καταβληθεί ως τότε.

Εύλογα και συνήθη έξοδα νοσηλείας: Οι δαπάνες για ιατρικές και νοσοκομειακές υπηρεσίες που είναι σύμφωνες με τις συνήθεις και λογικές χρεώσεις της αγοράς, σχετικές με τη διάγνωση της ασθένειας, απαραίτητες για ιατρικούς λόγους και σύμφωνες με την ιατρική πρακτική και την επιστημονική βιβλιογραφία. Η χρέωση θεωρείται λογική, όταν είναι σύμφωνη με το γενικό επίπεδο τιμών για παρόμοια ή συγκρίσιμη υπηρεσία και δεν υπερβαίνει την αντίστοιχη χρέωση από άλλους φορείς, του ίδιου επιπέδου, της περιοχής που παρασχέθηκε η υπηρεσία.

 

Η

Ημερομηνία έκδοσης: Η ημερομηνία κατά την οποία εγκρίνεται η αίτηση και εκδίδεται το ασφαλιστήριο συμβόλαιο από την ασφαλιστική εταιρεία.

Ημερομηνία έναρξης ισχύος: Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η ισχύς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και παρέχεται η κάλυψη.

Ημερομηνία λήξης: Η ημερομηνία κατά την οποία λήγει η ασφάλεια ζωής, αν ο ασφαλισμένος βρίσκεται στη ζωή.

Θ

Θάνατος από ατύχημα: Απώλεια ζωής λόγω σωματικής βλάβης από ατύχημα.

Ι

Ιατρική εξέταση: Ιατρική εξέταση που προηγείται της ασφάλισης και αποτελεί μέρος της αίτησης.

Ιατρικό ιστορικό: Ιστορικό που συμπληρώνεται από τον ιατρό και υποβάλλεται ως απόδειξη ασφαλισιμότητας.

Ισόβιος ασφάλεια: Κάλυψη που προσφέρει προστασία καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ασφαλισμένου. Σε περίπτωση απώλειας ζωής του ασφαλισμένου, η ασφαλιστική παροχή πληρώνεται στους δικαιούχους του.

Κ

Κάλυψη: Εγγύηση κατά συγκεκριμένων ζημιών που παρέχεται σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Κάλυψη θανάτου: Το εγγυημένο κεφάλαιο, όπως αναφέρεται στο συμβόλαιο, πληρωτέο κατά την απώλεια ζωής του ασφαλισμένου.

Κίνδυνος: Ο βαθμός ή το ποσοστό της πιθανότητας που υπάρχει ότι θα συμβεί μια συγκεκριμένη ζημιά. Στην ασφαλιστική ορολογία ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώνει: α) έναν ασφαλισμένο, β) έναν κίνδυνο έναντι του οποίου γίνεται η ασφάλιση.

Μ

Μερική ανικανότητα: Ανικανότητα που δεν επιτρέπει στον ασφαλισμένο να εκτελέσει μέρος των καθηκόντων της εργασίας του, Ο ακριβής βαθμός ανικανότητας εξαρτάται από τους όρους του συμβολαίου.

Μεταβλητή ασφάλεια ζωής: Ασφαλιστικό σχέδιο που παρέχει ένα εγγυημένο κατώτατο κεφάλαιο θανάτου, αλλά η πραγματική παροχή μπορεί να είναι μεγαλύτερη, ανάλογα με την κυμαινόμενη στην αγορά αξία των επενδύσεων που στηρίζουν το συμβόλαιο, κατά τη στιγμή της απώλειας ζωής του ασφαλισμένου.

Μετατροπή: Η αλλαγή ασφαλιστηρίου συμβολαίου με άλλο συμβόλαιο άλλου είδους.

Μεταφορά: Η μεταφορά ενός συμβολαίου από μια ασφαλιστική εταιρεία σε άλλη.

Μικτή ασφάλεια ζωής: Συμβόλαιο που προβλέπει την πληρωμή εγγυημένου κεφαλαίου στο τέλος μιας καθορισμένης περιόδου ή σε μια καθορισμένη ηλικία ή κατά το θάνατο του ασφαλισμένου πριν το τέλος της καθορισμένης χρονικής περιόδου.

Μη συμβεβλημένο νοσοκομείο: Κάθε νοσοκομείο και κλινική που δεν ανήκει στο συμβεβλημένο δίκτυο νοσοκομείων της εταιρείας.

Μόνιμη ολική ανικανότητα: Ανικανότητα ισοδύναμη με πλήρη και μόνιμη απώλεια ικανότητας προς εργασία.

Ν

Νομική προστασία: Καλύπτει τα έξοδα του ασφαλισμένου σε περίπτωση που εμπλακεί σε νομική διαδικασία π.χ. έξοδα δικηγόρων, δικαστικά έξοδα. Αφορά κυρίως στον κλάδο αυτοκινήτων.

Νοσηλεία: Η εισαγωγή και παραμονή του ασφαλισμένου ως εσωτερικού ασθενή για τουλάχιστον 24 ώρες στο νοσοκομείο, σύμφωνα με το εισιτήριο-εξιτήριο. Η εισαγωγή γίνεται λόγω προβλημάτων υγείας που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις. Για τα προβλήματα αυτά έχει γίνει επαρκής έλεγχος στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ή στα εξωτερικά ιατρεία και έχει τεκμηριωθεί επαρκώς ότι είναι αναγκαία η εισαγωγή στο νοσοκομείο και απαιτείται άμεση χειρουργική αντιμετώπιση ή άμεση θεραπευτική (φαρμακευτική ή επεμβατική) αγωγή, που δεν μπορεί να γίνει σε άλλο περιβάλλον.

Νοσοκομειακή περίθαλψη: Καλύπτει τις δαπάνες που έγιναν στο νοσοκομείο. Για να αποζημιωθεί ο ασφαλισμένος, χρειάζεται να προσκομισθούν τα πρωτότυπα τιμολόγια. Ο ασφαλισμένος αποζημιώνεται για τις πραγματικές δαπάνες που πραγματοποίησε στο νοσοκομείο.

Νοσοκομειακό επίδομα: Το ημερήσιο χρηματικό ποσό για τις ημέρες νοσηλείας που θα μείνει ο ασφαλισμένος στο νοσοκομείο. Μπορεί να συνεχιστεί και ως επίδομα ανάρρωσης με όριο ημερών. Χρειάζεται γνωμάτευση και το εισιτήριο-εξιτήριο από το νοσοκομείο.

Ο

Οικογενειακό εισόδημα: Το εισόδημα που κερδίζει μια οικογένεια και χρησιμοποιείται για τη συντήρηση της οικογένειας αυτής.

Ομαδική ασφάλιση: Ασφάλιση που καλύπτει μια ομάδα ανθρώπων, συνήθως υπαλλήλους μιας εταιρείας. Βασίζεται στην αρχή του ότι η διαδικασία επιλογής μπορεί να εφαρμοσθεί απ’ ευθείας σε ομάδες ανθρώπων, όπως και σε μεμονωμένα άτομα.

Ομαδική ασφάλιση, κύριο ασφαλιστήριο: Σύμβαση ασφαλίσεως μεταξύ του εργοδότη και της ασφαλιστικής εταιρείας. Αυτή είναι η σύμβαση που ασφαλίζει τους καθορισμένους υπαλλήλους.

Π

Παρούσα αξία: Το ποσό εκείνο που επενδυόμενο με ένα συγκεκριμένο επιτόκιο θα οδηγήσει στη συσσώρευση ενός επιθυμητού ποσού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή του μέλλοντος.

Παροχή: Είτε χρήματα είτε ένα δικαίωμα του ασφαλισμένου ή καθορισμένου αποδέκτη, σε περίπτωση που συμβεί κάτι που προβλέπεται από τους όρους του συμβολαίου.

Περίοδος αναμονής: Ο αριθμός των ημερών, πριν από την παρέλευση των οποίων καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται.

Προμήθεια: Ποσοστό του ασφαλίστρου που πληρώνεται σε ασφαλιστή από την ασφαλιστική εταιρεία ως αμοιβή για την πώληση και το service.

Πρόσκαιρη ολική ανικανότητα: Ανικανότητα που προκαλεί ολική ζημιά στη φυσιολογική λειτουργία και κίνηση του ατόμου αλλά αναμένεται η πλήρης αποκατάστασή της.

Προϋπάρχουσες παθήσεις: Οποιαδήποτε διαταραχή της υγείας του ασφαλισμένου, που είτε είχε παρουσιάσει συμπτώματα, είτε είχε διαγνωστεί, είτε είχε αντιμετωπιστεί με ιατρική ή/και φαρμακευτική αγωγή, είτε είναι επακόλουθο γενετικής ανωμαλίας ή τραυματισμού ή ασθενείας, πριν από την ημερομηνία ένταξής του στην ασφάλιση. Οποιαδήποτε μη δηλωθείσα προϋπάρχουσα πάθηση αποτελεί αιτία μη κάλυψης των αναγνωρισμένων εξόδων, ή/και καταγγελίας του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Σ

Συμβεβλημένο νοσοκομείο: Νοσοκομείο ή κλινική, στην Ελλάδα και το εξωτερικό με το οποίο η εταιρεία έχει συνάψει ειδική σύμβαση συνεργασίας. Αναφέρεται στον εκάστοτε ισχύοντα «Πίνακα Συμβεβλημένων με την Εταιρεία Νοσοκομείων» και αποδέχεται να παρέχει στον ασφαλισμένο ελεύθερη πρόσβαση στις ιατρικές του υπηρεσίες, με βάση τους όρους και τις καλύψεις του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Συνασφάλιση: Αρχή κατά την οποία η εταιρεία ασφαλίζει μόνο μέρος της πιθανής ζημιάς, ενώ ο ασφαλισμένος πληρώνει το άλλο μέρος.

Τ

Τελική ασφαλιστική αξία: Κατά την επέλευση του κινδύνου, η αξία του προϊόντος μπορεί να είναι διαφορετική από αυτή που αναγράφηκε στη σύμβαση.

Τεχνικά αποθέματα: Οι προβλέψεις που κάθε ασφαλιστής σχηματίζει στο παθητικό του προκειμένου να απεικονίσει λογιστικά τις υποχρεώσεις προς τους ασφαλισμένους του από τους κινδύνους που ανέλαβε, είτε αυτοί επήλθαν είτε βρίσκονται υπό κάλυψη.

Τροποποιήσιμο ασφάλιστρο: Το συμβατικό δικαίωμα μιας ασφαλιστικής εταιρείας να τροποποιήσει το ασφάλιστρο κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Υ

Υπαναχώρηση: Βλέπε «Δικαίωμα υπαναχώρησης»

Υπασφάλιση: Όταν η αρχική ασφαλιστική αξία είναι μικρότερη από την τελική ασφαλιστική αξία. Σε αυτή την περίπτωση ισχύει ο αναλογικός κανόνας στον υπολογισμό του ασφαλίσματος. Ο λόγος του ασφαλίσματος προς τη ζημιά είναι ίσος με το ασφαλιστικό ποσό προς την ασφαλιστική αξία κατά την επέλευση του κινδύνου.

Υπερασφάλιση: Όταν η αξία του αγαθού που δηλώθηκε κατά την έναρξη της σύμβασης είναι μεγαλύτερη από την τρέχουσα.

Υφιστάμενη αποζημίωση: Κατάσταση κατά την οποία μπορεί να απαιτηθεί πληρωμή σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου.

Χ

Χαριστική πληρωμή: Πληρωμή αποζημίωσης που η ασφαλιστική εταιρεία πιστεύει ότι δεν είναι νομικά υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει.

Χαρτοφυλάκιο: Τα χρεόγραφα και οι μετοχές στα οποία είναι επενδυμένες οι καταθέσεις ενός ατόμου ή μιας εταιρείας.

Χειρουργικό περιστατικό: Το περιστατικό νοσηλείας που σχετίζεται με την αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας που απαιτούν χειρουργική επέμβαση.

Χρονική διάρκεια ισχύος του συμβολαίου: Διάστημα που φτάνει μέχρι την προκαθορισμένη λήξη της κάλυψης ή μέχρι την απώλεια ζωής του ασφαλισμένου.

U

Underwriting: Η διαδικασία επιλογής και ταξινόμησης ασφαλισμένων κινδύνων από την ασφαλιστική εταιρεία.

Unit Linked προϊόντα: Ασφαλιστικά προϊόντα του κλάδου ζωής που μέρος των ασφαλίστρων επενδύεται απευθείας σε μονάδες επένδυσης, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια.